απεκδύομαι

απεκδύομαι
(Α ἀπεκδύομαι)
νεοελλ.
(της ευθύνης) πετώ από πάνω μου, δεν αναλαμβάνω
αρχ.
1. βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι
2. ρίχνω, πετώ μακριά μου
3. απογυμνώνω, αποστερώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσαπεκδύομαι — Α γδύνομαι ακόμη πιο πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπεκδύομαι «βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συναπεκδύω — ΜΑ συναποβάλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπεκδύομαι «βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”